πληθωρικός — plethoric masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικός — ή, ό / πληθωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθώρα] αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση τού ὁγκου τού αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή… … Dictionary of Greek
πληθωρικά — πληθωρικός plethoric neut nom/voc/acc pl πληθωρικά̱ , πληθωρικός plethoric fem nom/voc/acc dual πληθωρικά̱ , πληθωρικός plethoric fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικώτερον — πληθωρικός plethoric adverbial comp πληθωρικός plethoric masc acc comp sg πληθωρικός plethoric neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικῶν — πληθωρικός plethoric fem gen pl πληθωρικός plethoric masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικόν — πληθωρικός plethoric masc acc sg πληθωρικός plethoric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικαῖς — πληθωρικός plethoric fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικαί — πληθωρικός plethoric fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικοῖς — πληθωρικός plethoric masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθωρικοί — πληθωρικός plethoric masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)